πρωτογνωρίζω

πρωτογνωρίζω
Ν
γνωρίζω κάποιον ή κάτι για πρώτη φορά («τόν πρωτογνώρισα πριν από τρία χρόνια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογνώριστος — η, ο, Ν [πρωτογνωρίζω] αυτός τον οποίο γνωρίζει ή αισθάνεται κανείς για πρώτη φορά («μιαν ανατριχίλα πρωτογνώριστη», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • πρωτόγνωρος — η, ο, Ν [πρωτογνωρίζω] πρωτογνώριστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”